- ριζίτικος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ρίζες, στις καταβολές2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ριζίτικα(ενν. τραγούδια) τραγούδια τού τραπεζιού στη δυτική Κρήτη, που τραγουδιούνται από άντρες χωρίς τη συνοδεία οργάνων και τών οποίων η θεματολογία είναι παρμένη από τη ζωή και τους αγώνες τού κρητικού λαού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + κατάλ. -ίτικος (πρβλ. πολ-ίτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.